- πρόπαρ
- ΑΙ. (πρόθεση συντασσόμενη με γεν.)1. μπροστά από κάποιον («τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἡγεῑται στρατοῡ», Ευρ.)2. κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («φυλλάδα χευάμενοι πολιοῡ πρόπαρ αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)II. (απολύτως ως χρον. επίρρ.)πιο πριν, προηγουμένως («πρόπαρ θανούσας δ' Ἀίδας ἀνάσσει», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πάρ, συντετμημένος τ. τής πρόθεσης παρά].
Dictionary of Greek. 2013.